- επιδέξιος
- και πιδέξιος, -α, -ο (AM ἐπιδέξιος, -α, -ον) [δεξιός]1. ικανός, επιτήδειος σε κάτι («ἐπιδέξιος τεχνίτης», «ἀπέστειλεν ἀνθρώπους ἐπιδεξίους», «ἐπιδέξιος προς ή περί τι»)2. έξυπνος, ευφυής («ως γνωστικὸς και φρόνιμος και ἐπιδέξιος»)μσν.- νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το επιδέξιο(ν) και πιδέξιο1. η εξυπνάδα («ἄκουσε τὸ φρόνιμον, τὸ ἐπιδέξιόν του»)2. η άνεση, κυρίως η οικονομική («ας έχω το πιδέξιόν μου στη φυλακήν οπού μαι», «εσύ έχεις όλα σου σωστά, πάντα σου τα πιδέξια»)3. φρ. «με το πιδέξιο» ή «με τα πιδέξια» — με τέχνη, με έξυπνο τρόπονεοελλ.1. (για πράγματα) κατάλληλος, ανάλογος, ταιριαστός2. παροιμ. «τα μεταξωτά βρακιά θένε κι επιδέξιους κώλους» — αυτοί που καταλαμβάνουν μια θέση ή αναλαμβάνουν κάτι σημαντικό πρέπει νά ‘χουν τα ανάλογα προσόντααρχ.-μσν.τυχερός, ευνοημένος από την τύχη(μσν) 1(για τόπο) κατάλληλος για κάτι2. όμορφος, με ωραία εμφάνιση3. ευγενικός, λεπτόςαρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπιδέξιατα μέρη προς τα δεξιά.επίρρ...επιδέξια (AM ἐπιδέξια και ἐπὶ δεξιὰ και ἐπιδεξίως)με επιδεξιότητα, με επιτηδειότηταμσν.- νεοελλ.1. με ευγενικό τρόπο, με λεπτότητα2. ορθά, με σωστό τρόποαρχ.1. με κίνηση από δεξιά προς τ’ αριστερά («ὄρνυσθ’ ἑξείης ἐπιδέξια... ἀρξάμενοι» — να σηκωνόσαστε με τη σειρά αρχίζοντας απ’ τα δεξιά)2. ευοίωνα, αίσια, με ευχάριστα προμηνύματα («ἀστράπτων ἐπιδέξια... ἐναίσιμα σήματα φαίνων», αστράφτοντας ευνοϊκά, απ’ τα δεξιά, δίνοντας καλά προμηνύματα)3. προς το δεξί χέρι, προς τη δεξιά μεριά («ἐπιδέξια εἰς τὸν Πόντον εἰσπλέοντι»).
Dictionary of Greek. 2013.